- χορηγούμενα
- χορηγέωlead a choruspres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορηγουμένας — χορηγουμένᾱς , χορηγέω lead a chorus pres part mp fem acc pl (attic epic doric) χορηγουμένᾱς , χορηγέω lead a chorus pres part mp fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подобаѥмъ — (1*) прич. страд. наст. Подобаѥма средн. мн. в роли с. То, что следует, подобает: Гл҃ше ст҃ыи исакь… въ ѥдинъ ѿ д҃нии идохъ къ нѣко||ѥмѹ ветхѹ старцю добрѹ… сии… бѧше простъ словесемъ… и бл҃гъ ср҃дцмь. и ˫аже ѡ бл҃гдти. томѹ подобаѥма гл҃ше. (τὰ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταπραϋντικά — (Ιατρ.). Κατηγορία φαρμάκων, τα οποία καταστέλλουν τη διέγερση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τέτοια είναι τα βρωμιούχα, τα παράγωγα της βαλεριάνας και του χαμομηλιού, ορισμένα παράγωγα των τερπενών κ.ά. Καταπραϋντική δράση έχουν επίσης όλα… … Dictionary of Greek
ποινικό μητρώο — Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573 580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του… … Dictionary of Greek